- ουριδρωσία
- ή ουρίδρωση, ηιατρ. έκκριση υποκίτρινου γλοιώδους ιδρώτα που περιέχει συστατικά τών ούρων, λ.χ. ουρία και ουρικό οξύ, και που παρατηρείται σε ορισμένες περιπτώσεις νεφρικής ανεπάρκειας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.